Περπατάω στα στενάκια της Θεσσαλονίκης πρωί ενός καλοκαιρινού Σαββάτου. Τα γεμάτα από λουλούδια χαμηλά μπαλκονάκια των σπιτιών έχουν ήδη γεμίσει από ηλικιωμένες κυρίες που μαζί με τις φιλενάδες τους πίνουν τον πρωινό καφέ τους. Οι συζητήσεις ξεκινάνε πάντα με έναν αέρα περηφάνιας. Περηφάνια για το βαθμό του εγγονού στο σχολείο, για τη δουλειά του παιδιού τους κτλ. Χαρά, χαμόγελα και κουτσομπολιά συνοδεύουν την μυρωδιά του ελληνικού. Όταν όμως ο καφές φτάσει στον πάτο η συζήτηση παίρνει μια γεύση νοσταλγίας. "Όταν ήμουν εγώ νέα..." όνειρα και ελπίδες που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν. Χαμένα χρόνια έρχονται στην επιφάνεια, χρόνια που ποτέ δεν τα ευχαριστήθηκαν γιατί δεν πρόλαβαν. Και όμως δεν ήταν μικρή η ζωή τους, ήταν μικροί αυτοί που δεν μπόρεσαν ποτέ να την εκτιμήσουν .Ζήσαν τα "πρέπει" τους και όχι τα "θέλω",κυνήγησαν την ευτυχία σαν λυσσασμένα σκυλιά μα ποτέ τους δεν την πρόφτασαν. Ίσως ήταν κάτι πολύ μεγάλο για αυτούς, ίσως κανείς δεν τους είπε πως το μόνο που πρέπει να κάνουν είναι να συγχωρήσουν αυτούς που τους πόνεσαν, να βοηθήσουν αυτούς που τους χρειάστηκαν, να αγαπήσουν τον εαυτό τους και ύστερα να κοιμηθούν πλάι σε όποιον αγαπούν. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα συνεχίζω τη βόλτα μου. Βγαίνω στην παραλιακή. Οι καφετέριες γεμάτες από καρντάσια που πίνουν τον πρωινό φραπεδάκι σχεδιάζοντας την ημέρα τους, τη βδομάδα τους , το μέλλον τους. Φραπέ πίνουν αυτοί, ελληνικό μυρίζω εγώ. Τι κρίμα που μου μοιάζουν το ίδιο...
το εργο παραμενει ιδιο, αλλα τα προσωπα αλλαζουν.... φοβερο κειμενο.... !!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή